- ἐπιμένων
- ἐπιμένωstay onpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek
ՄՆԱՑԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 9c, 10c, 12c, 13c ա. μένων, ἑπιμένων, ον, μόνιμος, παράμονος manens, permanens, stabilis, constans. Մնացօղ. կայուն. որ կայ եւ մնայ. հաստատուն. տեւողական. մշտնջենաւոր. անանց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)